κατόχων

κατόχων
κάτοχος
holding down
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατοχῶν — κατοχή holding fast fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Γου, Τσιέν Σιούνγκ — (Chien Shiung Wu, Κίνα 1912 – ΗΠΑ 1997). Αμερικανίδα πυρηνική φυσικός, κινεζικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κίνα και μετά τις σπουδές της πήγε στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Όταν πήρε το… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλκινσον, Τζέφρεϊ — (Geoffrey Wilkinson, Γιόρκσαϊρ 1921 – 1996). Άγγλος χημικός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Τοντμόρντεν του Γιόρκσαιρ. Το σχολείο όπου φοίτησε στα παιδικά του χρόνια έχει το μοναδικό προνόμιο της ανάδειξης δύο κατόχων βραβείου Νόμπελ μέσα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μπεργκ, Πολ — (Paul Berg, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1926 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από την σχολή βιοχημείας του Κολεγίου της πολιτείας της Πενσιλβάνια και έλαβε διδακτορικό τίτλο στο ίδιο αντικείμενο το 1952, από το Πανεπιστήμιο Γουέστερν Ριζέρβ.… …   Dictionary of Greek

  • Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”